- ἐπιγραμματιστής
- ἐπιγραμμ-ᾰτιστής, οῦ, ὁ, = sq., Sidon.Apoll.Ep.4.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγραμματιστής — ο (AM ἐπιγραμματιστής) [επιγραμματίζω] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζει με τρόπο επιγραμματικό αρχ. επιγραμματοποιός … Dictionary of Greek